- ομοιοπαθητικός
- η , ό[ν] гомеопатический;
ομοιοπαθητικός ιατρός — врач-гомеопат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομοιοπαθητικός ιατρός — врач-гомеопат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομοιοπαθητικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε… … Dictionary of Greek
ομοιοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομοιοπαθή ή στην ομοιοπάθεια. 2. (ουσ.) ομοιοπαθητική, η ιατρική θεραπευτική μέθοδος με φάρμακα που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με την ασθένεια που καταπολεμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)